I. doggone [αμερικ ˈdɑ(ɡ)ɡɔn, βρετ ˈdɒɡɒn] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ οικ, ευφημ
II. doggone [αμερικ ˈdɑ(ɡ)ɡɔn, βρετ ˈdɒɡɒn] ΕΠΊΘ a. doggoned [ˈdɑːɡɡɑːnd, ˈdɒɡɒnd]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.