Oxford Spanish Dictionary
confidential [αμερικ ˌkɑnfəˈdɛn(t)ʃəl, βρετ kɒnfɪˈdɛnʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
1. confidential (secret):
- confidential letter/information
-
- “confidential”
-
3. confidential (intimate):
- confidential tone
-
στο λεξικό PONS
confidential [ˌkɒnfɪˈdenʃl, αμερικ ˌkɑ:nfə-] ΕΠΊΘ
- confidential
-
-
- confidential
- reservado (-a)
- confidential
confidential [ˌkan·fə·ˈden·ʃəl] ΕΠΊΘ
- confidential
-
-
- confidential
- reservado (-a)
- confidential
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.