Oxford Spanish Dictionary
 
  
 confidant <feminine form confidante> [αμερικ ˈkɑnfəˌdænt, ˈkɑnfəˌdɑnt, βρετ ˈkɒnfɪdant, ˌkɒnfɪˈdant, ˌkɒnfɪˈdɑːnt] ΟΥΣ
-  confidant
-  confidente αρσ θηλ
 
  
 -  
-  confidant
στο λεξικό PONS
 
  
 confidant [ˌkɒnfɪˈdænt, αμερικ ˌkɑ:nfə-] ΟΥΣ
-  confidant
-  confidente αρσ
 
  
 -  
-  confidant αρσ
 
  
 confidant [ˌkan·fə·ˈdænt] ΟΥΣ
-  confidant
-  confidente αρσ
 
  
 -  
-  confidant αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
