Oxford Spanish Dictionary
I. confessional [αμερικ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l, βρετ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. confessional (intimate):
- confessional writing
-
2. confessional ΘΡΗΣΚ:
- confessional
-
II. confessional [αμερικ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l, βρετ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
- confessional
- confesionario αρσ
- confessional
- confesonario αρσ
στο λεξικό PONS
confessional [kənˈfeʃənl] ΟΥΣ
- confessional
- confesionario αρσ
confessional [kən·ˈfeʃ·ə·nəl] ΟΥΣ
- confessional
- confesionario αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.