Oxford Spanish Dictionary
cognizant, cognisant [αμερικ ˈkɑɡnəzənt, ˌkɑɡˈnaɪzənt, βρετ ˈkɒ(ɡ)nɪz(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. cognizant (aware) τυπικ pred:
2. cognizant ΝΟΜ:
- cognizant
-
στο λεξικό PONS
cognizant [ˈkɒgnɪznt, αμερικ ˈkɑ:gnə-] ΕΠΊΘ
- cognizant ΝΟΜ
-
cognizant [ˈkag·nə·zənt] ΕΠΊΘ
- cognizant ΝΟΜ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.