Oxford Spanish Dictionary
antiquity <pl antiquities> [αμερικ ænˈtɪkwədi, βρετ anˈtɪkwɪti] ΟΥΣ
1.1. antiquity U (ancient times):
1.2. antiquity U (age):
2. antiquity <antiquities, pl > (buildings, objects):
-
- antigüedades θηλ πλ
- la Antigüedad ΙΣΤΟΡΊΑ
-
στο λεξικό PONS
antiquity <-ies> [ænˈtɪkwəti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. antiquity χωρίς πλ (ancient times):
-
- antigüedad θηλ
2. antiquity pl (relics):
antiquity <-ies> [æn·ˈtɪk·wə·t̬i] ΟΥΣ
1. antiquity (ancient times):
-
- antigüedad θηλ
2. antiquity pl (relics):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.