Oxford Spanish Dictionary
animosity <pl animosities> [αμερικ ˌænəˈmɑsədi, βρετ ˌanɪˈmɒsɪti] ΟΥΣ U or C
- animosity
- animosidad θηλ
- animosity
- animadversión θηλ
- animosity against/toward sb
-
- animosity against/toward sb
-
στο λεξικό PONS
animosity [ˌænɪˈmɒsəti, αμερικ -ˈmɑ:sət̬i] ΟΥΣ χωρίς πλ
- animosity
- animosidad θηλ
-
- animosity
-
- animosity
-
- animosity
animosity [ˌæn·ɪ·ˈmas·ə·t̬i] ΟΥΣ
- animosity
- animosidad θηλ
-
- animosity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.