Oxford Spanish Dictionary
anal intercourse ΟΥΣ U
intercourse [αμερικ ˈɪn(t)ərˌkɔrs, βρετ ˈɪntəkɔːs] ΟΥΣ U
1. intercourse (sexual):
2. intercourse παρωχ:
στο λεξικό PONS
intercourse [ˈɪntəkɔ:s, αμερικ -t̬ɚkɔ:rs] ΟΥΣ χωρίς πλ
1. intercourse:
2. intercourse τυπικ:
intercourse [ˈɪn·tər·kɔrs] ΟΥΣ
1. intercourse:
2. intercourse τυπικ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.