worka·hol·ic [ˌwɜ:kəˈhɒlɪk, αμερικ ˌwɜ:rkəˈhɑ:l-] ΟΥΣ οικ
- workaholic
-
- workaholic
-
- workaholic
-
- workaholic ΨΥΧ
- Workaholic αρσ <-s, -s>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.