στο λεξικό PONS
un·re·leased [ˌʌnrɪˈli:st] ΕΠΊΘ αμετάβλ (unapproved)
- unreleased
-
- previously unknown/unreleased
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unreleased ΕΠΊΘ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- unreleased
-
-
- unreleased
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- previously unknown/unreleased