στο λεξικό PONS
provi·dent [ˈprɒvɪdənt, αμερικ ˈprɑ:və-] ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ τυπικ
1. provident (foresighted):
- provident
-
- provident
-
2. provident ΟΙΚΟΝ:
- provident
-
- provident
-
3. provident (thrifty):
- provident
-
-
- provident fund
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
provident fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- provident fund
-
- provident fund
- Vorsorgefonds αρσ
-
- provident fund
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.