I. pret·er·it(e) [ˈpretərɪt, αμερικ -t̬ɚɪt] ΓΛΩΣΣ ΟΥΣ
II. pret·er·it(e) [ˈpretərɪt, αμερικ -t̬ɚɪt] ΓΛΩΣΣ ΕΠΊΘ προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pretence
- pretend
- pretended
- pretender
- pretense
- preterit preterite
- preternatural
- preternaturally
- pre-test loop
- pretext
- pretimed control