στο λεξικό PONS
phar·ming [ˈfɑ:mɪŋ, αμερικ ˈfɑ:r-] ΟΥΣ
-
- Pharming ουδ <-(s)> (eine Betrugsmethode, um User auf gefälschte Webseiten umzuleiten, um vertrauliche Daten zu stehlen)
mo·lecu·lar [mə(ʊ)ˈlekjələʳ, αμερικ məˈlekjəlɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.