στο λεξικό PONS
User(in) <-s, -> [ˈju:zɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) Η/Υ
- User(in)
- user
-
- User Experience θηλ
-
- Pharming ουδ <-(s)> (eine Betrugsmethode, um User auf gefälschte Webseiten umzuleiten, um vertrauliche Daten zu stehlen)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Pharming ουδ <-(s)> (eine Betrugsmethode, um User auf gefälschte Webseiten umzuleiten, um vertrauliche Daten zu stehlen)