mod·era·tor [ˈmɒdəreɪtəʳ, αμερικ ˈmɑ:dəreɪt̬ɚ] ΟΥΣ
1. moderator (mediator):
- moderator
-
2. moderator αμερικ (of discussion):
- moderator
- Moderator(in) αρσ (θηλ) <-s, -en>
- moderator
-
3. moderator βρετ ΣΧΟΛ:
- moderator
-
4. moderator σκοτσ (presiding minister):
- moderator
-
-
- forum moderator
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.