lout·ish·ness [ˈlaʊtɪʃnəs, αμερικ ˈlaʊt̬-] ΟΥΣ no pl μειωτ
skit·tish·ly [ˈskɪtɪʃli, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΡΡ
1. skittishly (nervously):
2. skittishly (playfully):
dolt·ish·ly [ˈdəʊltɪʃli, αμερικ ˈdoʊl-] ΕΠΊΡΡ
pet·tish·ly [ˈpetɪʃli, αμερικ ˈpet̬] ΕΠΊΡΡ
imp·ish·ly [ˈɪmpɪʃli] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.