στο λεξικό PONS
les·sor [lesˈɔ:ʳ, αμερικ ˈlesɔ:r] ΟΥΣ
- lessor
-
- lessor
-
- lessor ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lessor ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- lessor
-
- lessor
-
lessor ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- lessor
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.