στο λεξικό PONS
high-ˈyield ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
er·trags·stark ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
zins·güns·tig ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
high-yield ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
high yield ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
high yield debt ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
hochrentierlich ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
high yield rice variety
high yield variety [ˌhaɪjiːldˈvəraɪəti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.