στο λεξικό PONS
gen·era·tive [ˈʤenərətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. generative ΒΙΟΛ:
- generative τυπικ
- generativ ειδικ ορολ
- generative τυπικ
-
2. generative ΓΛΩΣΣ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
traffic generative control ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- generative linguistics
- generative Sprachwissenschaft ειδικ ορολ