I. dowa·ger [ˈdaʊəʤəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
2. dowager (dignified old woman):
II. dowa·ger [ˈdaʊəʤəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ after ουσ, αμετάβλ
dowa·ger's ˈhump ΟΥΣ οικ
queen ˈdowa·ger ΟΥΣ
- queen dowager
- Königinwitwe θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- dowager duchess
- Herzoginwitwe θηλ
- Königinwitwe θηλ