στο λεξικό PONS
dif·fu·sion [dɪˈfju:ʒən] ΟΥΣ no pl
- diffusion
-
- diffusion ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
-
- diffusion ΧΗΜ, ΦΥΣ
- Diffusion θηλ <-, -en>
ˈback dif·fu·sion ΟΥΣ ΦΥΣ
- back diffusion
- Rückdiffusion θηλ
dif·ˈfu·sion line ΟΥΣ
- diffusion line
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
facilitated diffusion [fəˌsɪlɪteɪtɪddɪˈfjuːʒn] ΟΥΣ
- facilitated diffusion
- erleichterte Diffusion
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- diffusion
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.