στο λεξικό PONS
de·mo·graph·ic [ˌdeməˈgræfɪk] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. tran·si·tion [trænˈzɪʃən] ΟΥΣ
1. transition:
2. transition ΜΟΥΣ:
II. tran·si·tion [trænˈzɪʃən] ΡΉΜΑ αμετάβ ΒΙΟΛ (change sexes)
demographic ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
transition ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Übergang αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
demographic transition [ˌdɪˈmɒɡræfɪktrænˌzɪʃn] ΟΥΣ
demographic ΕΠΊΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
transition [trænˈzɪʃn] ΟΥΣ ΒΙΟΛ
-
- Transition (Austausch: Purin gegen Purin, Pyrimidin gegen Pyrimidin)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Democratic party
- democratization
- democratize
- demodulation
- demodulator
- demographic transition
- demography
- demold
- demolish
- demolition
- demolition clause