στο λεξικό PONS
pro·hi·bi·tion [ˌprəʊ(h)ɪˈbɪʃən, αμερικ ˌproʊ-] ΟΥΣ
1. prohibition (ban):
2. prohibition no pl (banning):
3. prohibition ιστ (US alcohol ban):
- Prohibition no άρθ
-
4. prohibition (High Court order):
cu·mu·la·tion [ˌkju:mjəˈleɪʃən] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cumulation prohibition ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
cumulation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- culvert
- cum
- cumbersome
- Cumbrian
- Cumbrian Mountains
- cumulation prohibition
- cumulative
- cumulative costing
- cumulative frequency
- cumulative fund
- cumulatively