στο λεξικό PONS
I. can·ti·lever [ˈkæntɪli:vəʳ, αμερικ -t̬əli:vɚ] ΑΡΧΙΤ ΟΥΣ
II. can·ti·lever [ˈkæntɪli:vəʳ, αμερικ -t̬əli:vɚ] ΑΡΧΙΤ ΕΠΊΘ
- cantilever
-
- cantilever
-
- cantilever beam
- Freiträger αρσ
- cantilever bridge
- Auslegerbrücke θηλ
- cantilever bridge
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
cantilever
- cantilever
-
-
- cantilever
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.