στο λεξικό PONS
ar·mour·er, αμερικ ar·mor·er [ˈɑ:mərəʳ, αμερικ ˈɑ:rmɚɚ] ΟΥΣ
- armourer
- Waffenmeister αρσ
- armourer ΝΟΜ αργκ
-
ar·mor·er ΟΥΣ αμερικ
armorer → armourer
armourer βρετ, armorer αμερικ [ˈɑːmərə] ΟΥΣ
- armourer
-
ar·mour·er, αμερικ ar·mor·er [ˈɑ:mərəʳ, αμερικ ˈɑ:rmɚɚ] ΟΥΣ
- armourer
- Waffenmeister αρσ
- armourer ΝΟΜ αργκ
-
-
- armourer βρετ
-
- armorer αμερικ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
armourer βρετ, armorer αμερικ [ˈɑːmərə] ΟΥΣ
- armourer
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.