στο λεξικό PONS
ac·cre·tion [əˈkri:ʃən] ΟΥΣ τυπικ
1. accretion no pl (increase):
- accretion
-
- accretion
-
- accretion ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- accretion ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
2. accretion (layer):
- accretion
-
3. accretion ΓΕΩΛ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accretion ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- accretion
- Wertsteigerung θηλ
- accretion
- Wertzuwachs αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.