στο λεξικό PONS
sal am·mo·ni·ac [ˌsæləˈməʊniæk, αμερικ -ˈmoʊ-] ΟΥΣ
- sal ammoniac
- Ammoniaksalz ουδ
sal vola·ti·le [ˌsælvə(ʊ)ˈlætəli, αμερικ -voʊˈlæt̬-] ΟΥΣ no pl ΧΗΜ
- sal volatile
-
- sal volatile
- Ammoniumkarbonat ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
SAL ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- SAL (in der Entwicklungshilfe)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.