pro·tec·tor [prəˈtektəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. protector (person):
- protector
-
2. protector (device):
- protector
-
3. protector ΙΣΤΟΡΊΑ (regent):
- Protector
-
surge protector ΟΥΣ
- surge protector ΗΛΕΚ
-
-
- screen protector
- Prospekthülle θηλ
- page protector
-
- plastic protector
-
- screen protector
-
- elbow protector
- Beschützer(in)
- protector
-
- protector
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.