στο λεξικό PONS
I. In·do·nesian [ˌɪndə(ʊ)ˈni:ʒən, αμερικ -dəˈ-] ΕΠΊΘ
II. In·do·nesian [ˌɪndə(ʊ)ˈni:ʒən, αμερικ -dəˈ-] ΟΥΣ
1. Indonesian (person):
2. Indonesian (language):
In·do·nesia [ˌɪndə(ʊ)ˈni:ʒə, -zɪə, αμερικ -dəˈ-] ΟΥΣ
-
- Indonesien ουδ <-s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Indonesian rupiah ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Rupiah θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.