στο λεξικό PONS
Ent·bün·de·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Entbündelung
-
-
- Entbündelung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Entbündelung ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- Entbündelung
-
Nullkupon-Anleihen-Entbündelung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Nullkupon-Anleihen-Entbündelung (Zero-Bond-Entbündelung; Bootstrapping; Prinzip zur Ermittlung einer Zinsstrukturkurve)
-
-
- Entbündelung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.