Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
weightless [βρετ ˈweɪtləs, αμερικ ˈweɪtləs] ΕΠΊΘ
1. weightless κυριολ:
- weightless state, environment
-
- weightless after ουσ body, object in space
-
στο λεξικό PONS
weightless [ˈweɪtlɪs] ΕΠΊΘ
- weightless
-
weightless [ˈweɪt·lɪs] ΕΠΊΘ
- weightless
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.