Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
treacherous [βρετ ˈtrɛtʃ(ə)rəs, αμερικ ˈtrɛtʃ(ə)rəs] ΕΠΊΘ
- treacherous person, weather, ice, current, quicksand
-
- treacherous road, driving conditions
-
στο λεξικό PONS
treacherous [ˈtretʃərəs] ΕΠΊΘ
- treacherous
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- travel warrant
- traverse
- travesty
- trawl
- trawler
- treacherous
- treacherously
- treachery
- treacle
- treacly
- tread