I. sensationalist [βρετ sɛnˈseɪʃ(ə)nəlɪst, αμερικ sɛnˈseɪʃ(ə)n(ə)ləst] ΟΥΣ
1. sensationalist (person) μειωτ:
2. sensationalist ΦΙΛΟΣ:
- sensationalist
- sensationniste αρσ θηλ
- sensationalist
- sensualiste αρσ θηλ
II. sensationalist [βρετ sɛnˈseɪʃ(ə)nəlɪst, αμερικ sɛnˈseɪʃ(ə)n(ə)ləst] ΕΠΊΘ
1. sensationalist ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ μειωτ:
2. sensationalist ΦΙΛΟΣ:
- sensationalist
-
-
- sensationalist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.