Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sedentary [βρετ ˈsɛd(ə)nt(ə)ri, αμερικ ˈsɛdnˌtɛri] ΕΠΊΘ
sedentary job, lifestyle, population:
- sedentary
-
στο λεξικό PONS
sedentary [ˈsedəntəri, αμερικ -teri] ΕΠΊΘ
sedentary person, lifestyle:
- sedentary
-
-
- sedentary
sedentary [ˈsed· ə n·ter·i] ΕΠΊΘ
sedentary person, lifestyle:
- sedentary
-
-
- sedentary
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.