Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
practicable [βρετ ˈpraktɪkəb(ə)l, αμερικ ˈpræktəkəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. practicable (feasible):
- practicable proposal, plan
-
2. practicable (passable):
- practicable road
-
- exécutable plan, projet, ordre
- practicable
- praticable chemin, route, sentier
- passable, practicable, negotiable
- praticable analyse
- practicable τυπικ
στο λεξικό PONS
- praticable opération, projet
- practicable
- praticable fenêtre, décor
- practicable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pox
- poxy
- pp
- pp.
- PPE
- practicable
- practical
- practicality
- practical joke
- practical joker
- practically