Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pitiable [βρετ ˈpɪtɪəb(ə)l, αμερικ ˈpɪdiəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. pitiable (arousing pity):
2. pitiable (arousing contempt):
- pitiable attempt, excuse
-
- pitiable state
-
στο λεξικό PONS
pitiable ΕΠΊΘ τυπικ, pitiful ΕΠΊΘ
pitiable conditions, excuse, sight:
- pitiable
-
pitiable ΕΠΊΘ τυπικ, pitiful ΕΠΊΘ
pitiable conditions, excuse, sight:
- pitiable
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.