Oxford Spanish Dictionary
pitiable [αμερικ ˈpɪdiəb(ə)l, βρετ ˈpɪtɪəb(ə)l] ΕΠΊΘ τυπικ
1. pitiable (arousing pity):
-  pitiable
-  
2. pitiable (arousing contempt):
-  pitiable
-  
στο λεξικό PONS
pitiable [ˈpɪtiəbl, αμερικ ˈpɪt̬-] ΕΠΊΘ τυπικ
pitiable → pitiful
pitiful [ˈpɪtifəl, αμερικ ˈpɪt̬-] ΕΠΊΘ
1. pitiful (terrible):
pitiable [ˈpɪt̬·i·ə·bəl] ΕΠΊΘ
pitiable → pitiful
pitiful [ˈpɪt̬·ɪ·fəl] ΕΠΊΘ
1. pitiful (terrible):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
