Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- médicinal (médicinale)
- medicinal
- médicamenteux (médicamenteuse)
- medicinal
-
- carnivorous/medicinal plant
στο λεξικό PONS
medicinal ΕΠΊΘ
-
- medicinal plants
medicinal ΕΠΊΘ
-
- medicinal plants
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- medicinal drug
- médicament αρσ