Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
intransigent [βρετ ɪnˈtransɪdʒ(ə)nt, αμερικ ɪnˈtrænsədʒənt, ɪnˈtrænzədʒənt] ΕΠΊΘ
intransigent attitude, behaviour, person:
- intransigent
- intransigeant (about, over sur, towards envers)
-
- intransigent (sur on)
στο λεξικό PONS
intransigent ΕΠΊΘ τυπικ
- intransigent
-
intransigent [ɪn·ˈtræn(t)·sə·g ə nt] ΕΠΊΘ τυπικ
- intransigent
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.