Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
historic [βρετ hɪˈstɒrɪk, αμερικ hɪˈstɔrɪk] ΕΠΊΘ
1. historic (gen):
2. historic ΓΛΩΣΣ → past historic
historical [βρετ hɪˈstɒrɪk(ə)l, αμερικ hɪˈstɔrək(ə)l] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
historic(al) ΕΠΊΘ
historic(al) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hiss
- hissy fit
- histogram
- histologist
- histology
- historic historical
- historic present
- historiography
- history
- histrionic
- hit