Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- fledgling
στο λεξικό PONS
I. fledgeling, fledgling [ˈfledʒlɪŋ] ΟΥΣ
-
- oisillon αρσ
II. fledgeling, fledgling [ˈfledʒlɪŋ] ΕΠΊΘ
fledgeling business, industry, state:
-
- fledgling
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.