expendable [βρετ ɪkˈspɛndəb(ə)l, ɛkˈspɛndəb(ə)l, αμερικ ɪkˈspɛndəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. expendable ΣΤΡΑΤ:
- expendable troops, equipment
-
-
- expendable
-
- expendable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.