Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
eatable [βρετ ˈiːtəb(ə)l, αμερικ ˈidəb(ə)l] ΕΠΊΘ
eatable → edible
edible [βρετ ˈɛdɪb(ə)l, αμερικ ˈɛdəb(ə)l] ΕΠΊΘ
-  edible fruit, plant, mushroom, snail
 -  
 
στο λεξικό PONS
eatable [ˈi:təbl, αμερικ -t̬ə-] ΕΠΊΘ
-  eatable
 -  
 
-  eatable meal
 -  
 
eatable [ˈi·t̬ə·bl] ΕΠΊΘ
-  eatable
 -  
 
-  eatable meal
 -  mangeable μειωτ
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.