Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. transvers|al (transversale) <αρσ πλ transversaux> [tʀɑ̃svɛʀsal, o] ΕΠΊΘ
transversal muscle, disposition:
II. transversale ΟΥΣ θηλ
1. transversale ΜΑΘ:
2. transversale ΜΕΤΑΦΟΡΈς (route):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.