Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
athletic [βρετ aθˈlɛtɪk, αμερικ ˌæθ(ə)ˈlɛdɪk] ΕΠΊΘ
1. athletic event, club, coach:
- athletic
-
2. athletic person, body:
- athletic
-
στο λεξικό PONS
athletic [æθˈletɪk, αμερικ -ˈlet̬-] ΕΠΊΘ
1. athletic ΑΘΛ:
- athletic
-
- athletic club
-
2. athletic (physically fit):
- athletic body
-
-
- athletic
- sportif (-ive)
- athletic
athletic [æθ·ˈlet̬·ɪk] ΕΠΊΘ
1. athletic sports:
- athletic
-
- athletic club
-
2. athletic (physically fit):
- athletic body
-
-
- athletic
- sportif (-ive)
- athletic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.