Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: dušiti , zrušiti , osušiti , krušiti , sušiti , rušiti και udariti

duší|ti <-m; dušil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

1. dušiti (zadrževati):

2. dušiti (zatirati):

3. dušiti (pri kuhanju):

4. dušiti (občutek):

I . udári|ti <-m; udaril> ΡΉΜΑ στιγμ αμετάβ (strela)

II . udári|ti ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ (človeka)

III . udári|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα udáriti se

1. udariti (s čim):

2. udariti (ob kaj):

Βλέπε και: udárjati

udárja|ti <-m; udarjal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

rúši|ti <-m; rušil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

I . suší|ti <-m; sušil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . suší|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

sušiti sušíti se:

I . kruší|ti <krúšim; krúšil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . kruší|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

krušiti krušíti se:

I . osuší|ti <-m; osúšil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

II . osuší|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

osušiti osušíti se:

I . zrúši|ti <-m; zrušil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

II . zrúši|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina