Σλοβενικά » Αγγλικά

I . sám <-a, -o> ΕΠΊΘ

1. sam (poudarjeno):

II . sám <-a, -o> ΑΝΤΩΝ

1. sam (izključno on):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Σλοβένικα

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina