spiccicato στο λεξικό PONS

spiccicato Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

è suo padre spiccicato

Αναζητήστε "spiccicato" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski