spiccicarsi στο λεξικό PONS

spiccicarsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

spiccicarsi qn di torno

Αναζητήστε "spiccicarsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski