nuova στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για nuova στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

I.nuovo ΕΠΊΘ, nuova

II.nuovo ΟΥΣ

Nuova Zelanda ΟΥΣ θηλ

Nuova Guinea ΟΥΣ θηλ

Papua Nuova Guinea ΟΥΣ θηλ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για nuova στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
nuova Castiglia
Nuova Zelanda f
nuovo, -a
nuovo, -a
nuovo m , -a f

nuova Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Se c'è un fallimento, una nuova traccia inizia ad essere creata.
it.wikipedia.org
È in fase di sviluppo una nuova versione, che gestisca diversi progetti con un'interfaccia più amichevole rispetto al BOINC.
it.wikipedia.org
La quarta notte i barbari fecero una nuova sortita, riuscendo a respingere la coorte romana.
it.wikipedia.org

Αναζητήστε "nuova" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski